τρυγονάω
Look at other dictionaries:
τρυγονάω — Α βλ. τρυγανῶ … Dictionary of Greek
τρυγανώ — άω, και ασυναίρ. τ. τρυγονάω Α χτυπώ ελαφρά την πόρτα, θρυγανῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά στον τ. μτχ. τρυγανῶσα και θα μπορούσε να θεωρηθεί παρ. τής λ. τρυγών με σημ. «κάνω έναν ελαφρό θόρυβο στην πόρτα». Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε θρυγανῶσα,… … Dictionary of Greek